- κιλοβατώρα
- киловатчаc
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κιλοβατώρα — η μονάδα έργου ή ενέργειας που ισοδυναμεί με το έργο το οποίο εκτελείται σε χρόνο μιας ώρας από μια μηχανή η ισχύς τής οποίας είναι ίση με 1 κιλοβάτ (σύμβ. kWh). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α και γ συνθετικό … Dictionary of Greek
κιλο- — α συνθετικό διαφόρων μετρητικών μονάδων οι οποίες αποτελούνται από χίλιες μονάδες κατώτερης τάξης. ΣΥΝΘ. κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κιλοβολταμπέρ, κιλοβολταμπερώριο, κιλοπόντ, κιλοποντόμετρο, κιλοτζάουλ, κιλοτόννος, κιλοχέρτς … Dictionary of Greek
κιλοβατώριο — Μονάδα έργου ή ενέργειας, που εκφράζει το έργο το οποίο παράγει μια μηχανή με ισχύ ένα κιλοβάτ, όταν εργαστεί επί μία ώρα. Η μονάδα αυτή προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου A = N · t, όπου Α το έργο, Ν η ισχύς και t ο χρόνος. Το κ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek